- σκληρούς
- σκληρόςhardmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SOLYMI — populi in summis Tauri montis iugis constituti, inter Lycios et Pisidas, proterea a Strabone nunc his nunc illis attribuuntur. Deos hic oluêre post mortem tres istos e Viris Principibus, Ἄρσαλον, Δρύον, Τροσωβιόν, ut eos appellat Plut. de defect … Hofmann J. Lexicon universale
διατρητική μηχανή — Μηχανή για τη διάτρηση χωμάτων, βράχων, τοίχων κλπ. Ανάλογα με τη μέθοδο διάτρησης διαιρούνται σε κρουστικές και σε περιστροφικές δ.μ. Αντίθετα, αναφορικά με την πηγή ενέργειάς τους, διαιρούνται σε δ.μ. πεπιεσμένου αέρα, νερού υπό πίεση και σε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
σάπωνες — Με την ευρεία έννοια, μεταλλικά άλατα των λιπαρών οξέων· υπό περιορισμένη έννοια, τα αλκαλικά άλατα (νάτριου ή καλίου) των λιπαρών οξέων. Οι σ. που προέρχονται από τα άλατα του νάτριου είναι σκληροί και, για τις απορρυπαντικές τους ιδιότητες, οι… … Dictionary of Greek
SOLYMA — I. SOLYMA singularis, et pluralis numeri, et Solymae, urbs clarissima Iudaeae, quae et Hierosolyma. Iuvenal. St. 6. v. 544. Interpres legum Solymarum. Item Solyma, urbs Lyciae mediterran. in colle, quae Solymus Straboni dicitur apud urbem… … Hofmann J. Lexicon universale
URBANI — Graece ἀςτεῖοι vel ἐυτράπελοι, homines dicebantur Romae elegantis ac faceti ingenii, qui dictis et salibus suis, risum non tam captarent, quam exprimerent, idque cum moderatione quadam; et Habitâ non personarum modo, sed temporis etiam et… … Hofmann J. Lexicon universale
Αιολίς — Ονομασία διαφόρων περιοχών της αρχαιότητας που κατοικήθηκαν από τους Αιολείς. 1. Το βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας μαζί με τα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Στην περίοδο της ακμής της, εκτεινόταν από την Προποντίδα και τη χερσόνησο της Κυζίκου στα… … Dictionary of Greek
Ουγενότοι — (γαλλ. Huguenots). Όνομα άγνωστης προέλευσης, με το οποίο χαρακτηρίζονταν οι Γάλλοι διαμαρτυρόμενοι κατά την περίοδο των θρησκευτικών συγκρούσεων του 16ου και 17ου αι. Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο γαλλικός προτεσταντισμός –κυρίως… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek